συμμέτοχος

συμμέτοχος
-η, -ο / συμμέτοχος, -ον, ΝΑ [συμμετέχω]
αυτός που μετέχει σε κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους
νεοελλ.
αυτός που συμπράττει με κάποιον, συνεργός («συμμέτοχος στο έγκλημα»)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ συμμέτοχος
ο συνιδιοκτήτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμμέτοχος — partaking with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμέτοχος — η, ο αυτός που συμμετέχει: Είναι συμμέτοχοι στα κέρδη της επιχείρησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμμέτοχον — συμμέτοχος partaking with masc/fem acc sg συμμέτοχος partaking with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμετόχου — συμμέτοχος partaking with masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμετόχους — συμμέτοχος partaking with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμετόχων — συμμέτοχος partaking with masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμέτοχα — συμμέτοχος partaking with neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμέτοχε — συμμέτοχος partaking with masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμέτοχοι — συμμέτοχος partaking with masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαση — ἡ (ΑΜ ἴασις, Α ιων. τ. ἴησις) [ιάομαι, ώμαι] θεραπεία, γιατρειά («τὰς τῆς ψώρας ἰάσεις», Πλάτ.) μσν. αρχ. 1. απαλλαγή από κάτι (α. «... ὁ Κύριος... δι ἡμᾱς ἄνθρωπος γέγονεν, ὅπως... τῶν παθῶν τῶν ἡμετέρων συμμέτοχος γενόμενος και ἴασιν ποιήσηται» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”